- ἀφορήτους
- ἀφόρητοςunendurablemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
неминоующии — (1*) пр. Такой, которого нельзя избежать, миновать: како претерьплю прѣщенье страшнаго судьи. и вѣчныхъ и неминующихъ мукъ. (ἀφορήτους βασονους!) ПНЧ XIV, 174б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
непретьрпимыи — (3*) пр. Нестерпимый: неправьдѹ непрѣтьрпимѹ пода˫ати рече. и безаконьно изгънанѹ быти. (ἀφόρητον) ΚΕ XII, 219а; мѹкы же нецѣльны˫а подъимъшимъ. и непрѣтьрпимы˫а раны. (ἀφορήτους) Там же, 224а; нѹждею нѣкою. приведени быша къ томѹ грѣхѹ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
αφόρητος — η, ο ανυπόφορος, αβάσταχτος: Ύστερα από την εγχείρηση έχει αφόρητους πόνους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)